- πυρίχη
- ἡ, Α(ποιητ. τ.) βλ. πυρρίχη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρίχην — πυρίχη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρρίχη — ἡ, ΝΑ, και πυρίχη Α ο πυρρίχιος χορός αρχ. 1. φρ. «δειναὶ πυρρίχαι» παράδοξες συστροφές τού σώματος 2. παροιμ. φρ. «πυρρίχην βλέπω» κοιτώ με άγριο βλέμμα, με μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. πύρριχος*. Ο τ. πυρίχη είναι … Dictionary of Greek